φαρράς

φαρράς
ο, Ν
βοτ. (κυπρ. τ.) κοινή ονομασία τού πράσινου κριθαριού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. farrago «μίγμα χόρτων» (< far, farris «σιτάρι, ζέα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”